φούντωμα


φούντωμα
Προφορά

Ετυμολογία
φούντωμα όψ. μεσαιωνική ελληνική φούντωμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φούντωμα

✦ πλούσια βλάστηση
✦ (για φωτιά) δυνάμωμα
(μτφ. ) έξαψη, άναμμα
(μτφ. ) ανάπτυξη, επέκταση στο μεγαλύτερο βαθμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.