φούντο


φούντο
Προφορά

Ετυμολογία
φούντο όψ. μεσαιωνική ελληνική φοῦντος

Ερμηνεία
φούντο

✦ βυθός, πυθμένας
✦ φρ. πάει φούντο, καταποντίστηκε, βούλιαξε· (κ. μτφ.) κατέληξε σε αποτυχία, ναυάγησε: η επιχείρηση πήγε φούντο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.