φούντα


φούντα
Προφορά

Ετυμολογία
φούντα μεταγενέστερη ελληνική φούνδα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φούντα

✦ δέσμη από κλωστές ισομεγέθεις, ελεύθερες στο ένα άκρο, θύσανος
✦ φρ. δουλειές με φούντες, για εργασίες περίπλοκες και με κακές συνέπειες
✦ ο ανθοφόρος θύσανος ορισμένων φυτών: η φούντα του χασίς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.