φουσκώνω
Προφορά
Ετυμολογία
φουσκώνω μεσαιωνική ελληνική φουσκώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φουσκώνω
✦ γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί
✦ (για πανιά πλοίου) κολπώνω
✦ (γεν.) διευρύνω, πρήζω
✦ εξογκώνω
✦ (μτφ. ) παρουσιάζω κάτι μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι: φρ. τα φουσκώνει πολύ, υπερβάλλει, τα μεγαλοποιεί
✦ (μτφ. ) ερεθίζω, εξοργίζω
✦ (αμτβ.) διογκώνομαι, πρήζομαι
✦ (για τοίχο, κούφωμα κτλ.) παρουσιάζω εξογκώματα στην επιφάνειά μου εξαιτίας της υγρασίας: φούσκωσε το πάτωμα από το νερό που χύθηκε
✦ αισθάνομαι δυσφορία ή δύσπνοια: έφαγα πολύ και φούσκωσα – καπνίζει και, όταν ανεβαίνει σκάλες, φουσκώνει
✦ (μτφ. ) κορδώνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–