φουσκωτός


φουσκωτός
Προφορά

Ετυμολογία
φουσκωτός φουσκώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ φουσκωτός -ή, -ό

✦ που έχει σχήμα φούσκας, τουρλωτός
✦ αρσ. φουσκωτός ως ουσ., εύσωμος άνδρας, μέλος ομάδας ιδιωτικής ασφάλειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.