φουσκοδεντριά
Προφορά
Ετυμολογία
φουσκοδεντριά φουσκώνω + δέντρο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φουσκοδεντριά
✦ η πριν από την άνοιξη εποχή, όταν η φύση οργιά για βλάστηση
✦ πληθ. φουσκοδεντριές, πρώιμοι νεανικοί πόθοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–