φουρκίζω
Προφορά
Ετυμολογία
φουρκίζω μεσαιωνική ελληνική φουρκίζω (= βασανίζω με τη φούρκα, παλουκώνω)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φουρκίζω
✦ στυλώνω με διχαλωτό πάσσαλο, με φούρκα
✦ κρεμώ, απαγχονίζω
✦ (μτφ. ) εξοργίζω, πεισμώνω
✦ (μέσ.) φουρκίζομαι, θυμώνω, εξοργίζομαι
Συνώνυμα
πικάρω, χολώνω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–