φουντώνω
Προφορά
Ετυμολογία
φουντώνω όψ. μεσαιωνική ελληνική φουντώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φουντώνω
✦ (για δέντρα) αναπτύσσομαι, βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά
✦ (για φωτιά) δυναμώνω πολύ
✦ (μτφ. ) εξάπτομαι, οργίζομαι
✦ εντείνομαι, επεκτείνομαι: ο λαϊκός πανηγυρισμός είχε φουντώσει στο κέντρο της πόλης (Γ. Θεοτοκάς)
✦ μτχ. παθ. πρκμ. φουντωμένος, -η, -ο (για δέντρα) πυκνόφυλλος, φουντωτός
Συνώνυμα
ανάβω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–