φουντάρω


φουντάρω
Προφορά

Ετυμολογία
φουντάρω └ιταλ┘fundare

Ερμηνεία
ρήμα φουντάρω

✦ βυθίζω πλοίο, στέλνω στο φούντο
✦ (αμτβ.) ρίχνω άγκυρα
✦ καταποντίζομαι, βουλιάζω
(μτφ. ) οδηγώ σε χρεοκοπία: τη φουντάρισε τη δουλειά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.