φουντάρισμα


φουντάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
φουντάρισμα φουντάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φουντάρισμα

✦ καταποντισμός, βούλιαγμα
✦ αγκυροβόλημα
(μτφ. ) χρεοκοπία: η επιχείρηση πάει για φουντάρισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.