φουμάρω
Προφορά
Ετυμολογία
φουμάρω └ιταλ┘fumare
Ερμηνεία
φουμάρω
✦ κ. φουμέρνω ρ. (φουμάρ-ισα κ. -αρα) καπνίζω τσιγάρο, ναργιλέ, κτλ.
✦ φρ. τι καπνό φουμάρει; τι είδους άνθρωπος είναι;
✦ φρ. τον φουμάρω, τον εμπαίζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–