φουκαράς


φουκαράς
Προφορά

Ετυμολογία
φουκαράς └τουρκ┘fukara

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φουκαράς

✦ θηλ. φουκαρού φτωχός, δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, κακομοίρης: πώς να τα βγάλει πέρα ο φουκαράς με τόσες υποχρεώσεις; – φτωχή κι αυτή, φουκαρού χήρα με δυο ορφανά (Β. Μοσκόβης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.