φουαγιέ


φουαγιέ
Προφορά

Ετυμολογία
φουαγιέ └γαλλ┘ foyer (= εστία)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το φουαγιέ

✦ αίθουσα θεάτρου, συνήθ. με κυλικείο, όπου μπορούν να παραμένουν οι θεατές στα διαλείμματα των παραστάσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.