φορτώνω


φορτώνω
Προφορά

Ετυμολογία
φορτώνω μεσαιωνική ελληνική φορτώνω

Ερμηνεία
ρήμα φορτώνω

✦ βάζω φορτίο για μεταφορά
(μτφ. ) αναθέτω κάτι το κοπιαστικό: του φόρτωσε ένα σωρό δουλειές
(μτφ. ) γεμίζω: μη φορτώνεις το στομάχι σου
✦ (αμτβ.) παίρνω φορτίο: το αμάξι φόρτωσε κι έφυγε
✦ (μέσ. μτφ.) φορτώνομαι, γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
εκφορτώνω, ξεφορτώνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.