φορτωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
φορτωτικός φορτώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φορτωτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη φόρτωση
✦ θηλ. φορτωτική ως ουσ. (βλ.λ.)
✦ πληθ. ουδ. φορτωτικά ως ουσ., η δαπάνη για τη φόρτωση εμπορευμάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–