φλεβοτόμος


φλεβοτόμος
Προφορά

Ετυμολογία
φλεβοτόμος αρσ. του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. φλεβοτόμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φλεβοτόμος

✦ χειρουργικό εργαλείο με το οποίο γίνεται η φλεβοτομία
✦ είδος κουνουπιού που μεταδίδει τον δάγκειο και άλλες λοιμώξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.