φλασκί
Προφορά
Ετυμολογία
φλασκί μεσαιωνική ελληνική φλασκί(ο)ν, υποκοριστικό του φλάσκα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φλασκί
✦ ο ξεραμένος καρπός της νεροκολοκυθιάς που χρησιμεύει ως δοχείο νερού ή κρασιού
✦ ξύλινο δοχείο για νερό ή κρασί: έφερε ένα φλασκί κρασί και βαλθήκανε να πίνουν (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–