φλέγμα
Προφορά
Ετυμολογία
φλέγμα αρχαία ελληνική φλέγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φλέγμα
✦ βλεννώδης ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι, φλέμα, ρόχαλο
✦ (μτφ. ) απάθεια, ψυχραιμία: βρετανικό φλέγμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–