φλέβα
Προφορά
Ετυμολογία
φλέβα μεταγενέστερη ελληνική φλέβα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φλέβα
✦ αιμοφόρο αγγείο με το οποίο επαναφέρεται το αίμα από τα όργανα του σώματος στην καρδιά, σε αντίθεση προς την αρτηρία
✦ έγχρωμη γραμμή σε μάζα ορυκτού
✦ κοίτασμα μετάλλου
✦ υπόγειο νερό: εκεί που σκάβανε βρήκανε φλέβα
✦ (μτφ. ) ταλέντο, ιδ. το κληρονομημένο: είναι φλέβα στη μουσική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–