φιλόσοφος


φιλόσοφος
Προφορά

Ετυμολογία
φιλόσοφος αρχαία ελληνική φιλόσοφος (= που αγαπά τη σοφία)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η φιλόσοφος

✦ ο ασχολούμενος με τη φιλοσοφία, ιδ. ο δημιουργός φιλοσοφικού συστήματος
✦ στωικός, απαθής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.