φιλοπεριέργεια
Προφορά
Ετυμολογία
φιλοπεριέργεια φιλοπερίεργος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φιλοπεριέργεια
✦ η ιδιότητα του φιλοπερίεργου, υπερβολική περιέργεια, αδιακρισία: η γνωστή φιλοπεριέργεια του Ρωμιού (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–