φιλοπαίγμων
Προφορά
Ετυμολογία
φιλοπαίγμων αρχαία ελληνική φιλοπαίγμων φίλος + -παιγμων
Ερμηνεία
φιλοπαίγμων
✦ -ων, -ον (-ονος) επίθ. αυτός που αγαπά τους αστεϊσμούς, που του αρέσει να πειράζει, να αστεΐζεται: απάντησε με φιλοπαίγμονα διάθεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–