φιλοξενούμενος


φιλοξενούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
φιλοξενούμενος μτχ. μέσ. ενεστ. του ρήματος φιλοξενώ

Ερμηνεία
φιλοξενούμενος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που φιλοξενείται, που τον δέχονται και τον περιποιούνται: παιδιά, θύματα του πολέμου, φιλοξενούμενα σε αθηναϊκές οικογένειες
✦ αρσ. κ. θηλ. ως ουσ., πρόσωπο που φιλοξενείται: έχω φιλοξενούμενους στο σπίτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.