φιλοκόλακας


φιλοκόλακας
Προφορά

Ετυμολογία
φιλοκόλακας αρχαία ελληνική φιλοκόλαξ -ακος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η φιλοκόλακας

✦ αυτός που αγαπά την κολακεία, που του αρέσει να κολακεύει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.