φιλοδικία
Προφορά
Ετυμολογία
φιλοδικία μεταγενέστερη ελληνική φιλοδικία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φιλοδικία
✦ η ιδιότητα του φιλόδικου, η αγάπη για τις δικαστικές διενέξεις, η τάση κάποιου να καταφεύγει στα δικαστήρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–