φιλιώνω


φιλιώνω
Προφορά

Ετυμολογία
φιλιώνω μεταγενέστερη ελληνική φιλιόω-ῶ αντί φιλόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα φιλιώνω

✦ συμφιλιώνω: ήτανε χρόνια μαλωμένοι, μα τους φιλιώσανε κάτι συγγενείς
✦ (αμτβ.) συμφιλιώνομαι: φιλιώσανε μετά από χρόνια έχθρας
✦ (μέσο) φιλιώνομαι, συμφιλιώνομαι, επικρατεί αγάπη στη σχέση μου με κάποιον ή κάτι: ίσως και φιλιωθούνε οι Θεοί μας όπως φιλιωθήκαμε και μεις (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα
αγαπίζω, μονοιάζω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.