φιλιόκβε


φιλιόκβε
Προφορά

Ετυμολογία
φιλιόκβε └λατιν┘ filioque = και εκ του Υιού

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το φιλιόκβε

✦ το δόγμα της δυτικής και προτεσταντικής εκκλησίας κατά το οποίο το Άγ. Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα αλλά και από τον Υιό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.