φιλελευθεροποίηση
Προφορά
Ετυμολογία
φιλελευθεροποίηση φιλελεύθερος + ποίηση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φιλελευθεροποίηση
✦ το να γίνεται κάτι φιλελεύθερο, η επικράτηση πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών ελευθεριών: φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος
✦ (οικον.) επικράτηση των αρχών του φιλελευθερισμού: φιλελευθεροποίηση της οικονομίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–