φιάλη


φιάλη
Προφορά

Ετυμολογία
φιάλη αρχαία ελληνική φιάλη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φιάλη

✦ στενόμακρο δοχείο για υγρά, μποτίλια, μπουκάλι
✦ φιάλη υγραερίου, μεταλλικό δοχείο για την αποθήκευση και μεταφορά υγραερίου για οικιακή ή βιομηχανική χρήση – φιάλη οξυγόνου, μεταλλικό δοχείο σε σχήμα φιάλης, όπου έχει αποθηκευτεί οξυγόνο σε αέρια ή υγροποιημένη μορφή
✦ βρύση με λεκάνη στο αίθριο ή στο νάρθηκα βυζαντινών ναών, στην οποία έπλεναν τα χέρια τους οι πιστοί που επρόκειτο να μπουν στο ναό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.