φθορίωση
Προφορά
Ετυμολογία
φθορίωση φθόριο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φθορίωση
✦ (χημ.) η εισαγωγή φθορίου στο μόριο οργανικής ενώσεως
✦ η προσθήκη φθορίου στο πόσιμο νερό, για προφύλαξη των καταναλωτών από την τερηδόνα των δοντιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–