φθάνω
Προφορά
Ετυμολογία
φθάνω αρχαία ελληνική φθάνω
Ερμηνεία
φθάνω
✦ κ. φτάνω ρ. (έφθασα κ. έφτασα, φθασμένος κ. φτασμένος) καταλήγω εκεί όπου πηγαίνω ή μεταφέρομαι, έρχομαι: έφθασα το βράδυ στο χωριό – το πλοίο φτάνει στο λιμάνι το μεσημέρι
✦ είμαι κοντά, πλησιάζω: έφτασε το καλοκαίρι
✦ επαρκώ: δεν φτάνει ο καφές
✦ (μτφ. ) πραγματοποιώ τον σκοπό μου, πετυχαίνω: έφτασε να γίνει πρωταθλητής
✦ περιέρχομαι σε μια κατάσταση, περιπίπτω, καταντώ: έφτασε να ζητάει δανεικά για να ζήσει
✦ εκτείνομαι έως, προχωρώ: το χωριό φτάνει μέχρι την αμμουδιά
✦ (μτβ.) προφταίνω: τον έφτασε στην πόρτα
✦ γίνομαι ισάξιος με κάποιον, αναδείχνομαι εφάμιλλος: τον έφθασε στους βαθμούς
✦ απλώνω το χέρι για να πάρω κάτι: δεν φθάνω για να κατεβάσω το βάζο απ’ το ντουλάπι
✦ (τριτοπρ.) φτάνει, είναι αρκετό: φρ. φτάνει και περισσεύει
✦ φρ. έφτασα, έρχομαι αμέσως – λέει ό,τι φτάσει, λέει ό,τι του έρθει, χωρίς να σκέφτεται
✦ η μτχ. φτασμένος, -η, -ο ως επίθ., στο ζενίθ της σταδιοδρομίας του, ώριμος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–