φημισμένος


φημισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
φημισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος φημίζομαι

Ερμηνεία
φημισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ονομαστός για τις καλές του ιδιότητες, λειτουργία, επαγγελματική ικανότητα κτλ.: φημισμένος γιατρός – φημισμένο ξενοδοχείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.