φασματοσκόπιο
Προφορά
Ετυμολογία
φασματοσκόπιο φάσμα + σκοπώ• απόδοση του └γαλλ┘ όρου spectroscope
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φασματοσκόπιο
✦ όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–