φασματικός
Προφορά
Ετυμολογία
φασματικός μεσαιωνική ελληνική φασματικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φασματικός -ή, -ό
✦ ο χαρακτηριστικός του φάσματος ή ο σχετικός με το φάσμα: φασματική ταξινόμηση των άστρων
✦ ο όμοιος με φάντασμα: φασματική μορφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–