φασιστοειδής
Προφορά
Ετυμολογία
φασιστοειδής φασίστας + είδος• η λ. αναλογικά προς όρους που δηλώνουν υποδιαιρέσεις ζώων ή φυτών π.χ. ορνιθοειδή, αγρωστοειδή, ανθρωποειδή κτλ.
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φασιστοειδής -ής, -ές
✦ φασιστικός
✦ πληθ. ουδ. φασιστοειδή ως ουσ., οι φασίστες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–