φαρμακοτεχνικός
Προφορά
Ετυμολογία
φαρμακοτεχνικός φαρμακοτεχνία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φαρμακοτεχνικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην φαρμακοτεχνία
✦ αρσ. κ. θηλ. φαρμακοτεχνικός ως ουσ., βλ. φαρμακοτέχνης
✦ θηλ. η φαρμακοτεχνική ως ουσ., (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–