φαρμακευτής Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply φαρμακευτήςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/φαρμακευτής.mp3Ετυμολογίαφαρμακευτής μεταγενέστερη ελληνική φαρμακευτής Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο φαρμακευτής ✦ θηλ. φαρμακεύτρια που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–