φαρμακείο


φαρμακείο
Προφορά

Ετυμολογία
φαρμακείο αρχαία ελληνική φαρμακεύς + παραγ. κατάλ. -είο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φαρμακείο

✦ κατάστημα όπου πωλούνται φάρμακα
✦ μικρό ντουλαπάκι σε τοίχο σπιτιού ή φορητό σε όχημα, όπου τοποθετούνται φάρμακα που μπορεί να χρησιμεύσουν για πρώτες βοήθειες
(μτφ. ) η λ. για κατάστημα που πουλά είδη σε εξαιρετικά υψηλές τιμές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.