φανφαρόνος


φανφαρόνος
Προφορά

Ετυμολογία
φανφαρόνος └ιταλ┘fanfarone

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φανφαρόνος

✦ θηλ. φανφαρόνα ανόητος κομπαστής, καυχησιάρης, λογάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.