φανφάρα
Προφορά
Ετυμολογία
φανφάρα └ιταλ┘fanfara (= σάλπισμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φανφάρα
✦ μελωδία με πομπώδη και πανηγυρικό χαρακτήρα
✦ ορχήστρα από χάλκινα όργανα, μπάντα: με τη φανφάρα μπροστά και τα κορίτσια της αριστοκρατίας πίσου (Κ. Βάρναλης)
✦ (μτφ. ) πομπώδης λόγος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–