φαντασμαγορικός
Προφορά
Ετυμολογία
φαντασμαγορικός φαντασμαγορία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φαντασμαγορικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη φαντασμαγορία, που έχει χαρακτήρα φαντασμαγορίας: φαντασμαγορικό θέαμα – φαντασμαγορική άποψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
φαντασμαγορικά (Κ φαντασμαγορικώς)