φαντασιοκόπος


φαντασιοκόπος
Προφορά

Ετυμολογία
φαντασιοκόπος μεταγενέστερη ελληνική φαντασιοκόπος

Ερμηνεία
επίθετο┘ φαντασιοκόπος -ος, -ο

✦ που φαντάζεται πράγματα ανύπαρκτα ή απραγματοποίητα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.