φαμελίτισσα


φαμελίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
φαμελίτισσα φαμελιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φαμελίτισσα

✦ θηλ. φαμελίτισσα οικογενειάρχης: χαρά στο φαμελίτη οπού ‘χει θηλυκά στο σπίτι του (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.