φαλτσάρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
φαλτσάρισμα φαλτσάρω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φαλτσάρισμα
✦ παραφωνία
✦ (ποδόσφ.) έντεχνο χτύπημα της μπάλας ώστε να ακολουθήσει τροχιά διαφορετική απ’ ό,τι έδειχνε στην αρχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–