φαλκίδευση


φαλκίδευση
Προφορά

Ετυμολογία
φαλκίδευση φαλκιδεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φαλκίδευση

✦ (κυριολ. κ. μτφ.) αποστέρηση δικαιώματος, περιορισμός απαιτήσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.