φαλαρίδα


φαλαρίδα
Προφορά

Ετυμολογία
φαλαρίδα αρχαία ελληνική φαλαρίς, -ίδος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φαλαρίδα

✦ είδος λιμναίου πτηνού, υδρόρνις η μέλαινα: δύσκολα τα ξεχώριζες από τις μαύρες φαλαρίδες κι απ’ τα γλαρόνια τα βαμπακόφτερα (Κ. Παλαμάς)
✦ κοινή ονομ. διαφόρων φυτών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.