φαλακρός


φαλακρός
Προφορά

Ετυμολογία
φαλακρός αρχαία ελληνική φαλακρός

Ερμηνεία
φαλακρός

✦ -ή, -ό κ. καραφλός, -ή, -ό επίθ. (Κ φαλακρός, -ά, -όν) αυτός που έχει φαλάκρα
✦ (μτφ. για τόπους) άδεντρος, χωρίς βλάστηση: ψηλά βουνά, φαλακρά, αφιλόξενα (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα
αποψιλωμένος, γυμνός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.