φαλαγγίτισσα


φαλαγγίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
φαλαγγίτισσα μεταγενέστερη ελληνική φαλαγγίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φαλαγγίτισσα

✦ θηλ. φαλαγγίτισσα ο στρατιώτης φάλαγγας
✦ μέλος παραστρατιωτικής οργάνωσης σε φασιστικές χώρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.