φαλαγγίτικος


φαλαγγίτικος
Προφορά

Ετυμολογία
φαλαγγίτικος φαλαγγίτης

Ερμηνεία
φαλαγγίτικος

✦ -ή, -ό κ. φαλαγγίτικος, -η, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν) ο χαρακτηριστικός του φαλαγγίτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.