φαλάγγι
Προφορά
Ετυμολογία
φαλάγγι αρχαία ελληνική φαλάγγιον, υποκοριστικό του φάλαγξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φαλάγγι
✦ είδος δηλητηριώδους αράχνης
✦ (ναυτ.) εγκάρσια δοκός στη σχάρα της ναυπηγικής κλίνης
✦ καθένα από τα στρογγυλά δοκάρια που τοποθετούνται κάτω από μεγάλα βάρη για εύκολη μετακίνησή τους
✦ φρ. τους πήρανε φαλάγγι, τους έτρεψαν σε φυγή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–